- ἐπίσκωψις
- ἐπίσκωψιςmockingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίσκωψις — ἐπίσκωψις, ἡ (Α) [επισκώπτω] εμπαιγμός, περιγέλασμα … Dictionary of Greek
ἐπισκώψεις — ἐπίσκωψις mocking fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίσκωψις mocking fem nom/acc pl (attic) ἐπισκώπτω laugh at aor subj act 2nd sg (epic) ἐπισκώπτω laugh at fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκώψεως — ἐπισκώψεω̆ς , ἐπίσκωψις mocking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκώψῃ — ἐπισκώψηι , ἐπίσκωψις mocking fem dat sg (epic) ἐπισκώπτω laugh at aor subj mid 2nd sg ἐπισκώπτω laugh at aor subj act 3rd sg ἐπισκώπτω laugh at fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)